-
1 υπερφυης
21) растущий на земле, наземный2) переросший3) чрезвычайный, необыкновенный(ἔργον Her.)
4) огромный, гигантский, чудовищный(ὄχλος Arph.)
5) удивительный, поразительный, странный(πρᾶγμα Luc.)
πῶς οὐχ ὑπερφυές ; Dem. — разве не странно?;ὑπερφυῆ λέγεις Plat. — странные вещи говоришь ты
См. также в других словарях:
υπερφυής — ές / ὑπερφυής, ές, ΝΜΑ 1. αυτός που υπερβαίνει τη φύση, που βρίσκεται πάνω από τον φυσικό κόσμο, υπερφυσικός (α. «υπερφυής κόσμος» β. «δοτῆρος ἀφθόνου καὶ ὑπερφυοῡς, ὑπερφυᾱ κεκτημένου μεγαλοπρέπειαν», Δαμασκ. Ι. γ. «ὑπερφυᾱ ἁπλότητα», Διον.… … Dictionary of Greek